ΤΟ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙ
Σύντομη ιστορική αναδρομή από τη Βάσω Ράπτη.
Το Βουργαρέλι βρίσκεται στα Ανατολικά Τζουμέρκα (Αθαμανικά Όρη), σε υψόμετρο 800μ. Αποτελεί έδρα του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων .
Το όνομα του χωριού πρωτοεμφανίζεται σε κατάσταση των αρχείων της Βενετίας (5 Οκτωβρίου 1696), όπου αναφέρεται ως ένα από τα 41 χωριά του Τζουμέρκου και Ραδοβιζίου.
Η προέλευση του ονόματος δεν είναι βέβαιη. Εικάζεται ότι η ονομασία προέρχεται από το επώνυμο Βουργαρέλης, που ήταν υλοτόμος στην περιοχή, ή από Βούλγαρους υλοτόμους, που εγκαταστάθηκαν εδώ, λόγω των δασών και των ρεόντων υδάτων, για τη μεταφορά οικοδομήσιμης ξυλείας , στην Άρτα. Πολλοί συνδέουν το όνομα με τον ήχο του αναβρύζοντος ύδατος, καθώς η περιοχή έχει πολλές πηγές.
Η ιστορία του χωριού σχετίζεται με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής της Αθαμανίας, καθώς αυτό υπήρξε ένα από τα κέντρα της.
Η ΑΘΑΜΑΝΙΑ
Η Αθαμανία πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά Αθάμαντα, που βασίλεψε στον Ορχομενό της Βοιωτίας και μετά τη δολοφονία του γιου του, Λέαρχου, μετανάστευσε στην Αθαμανία και έγινε βασιλιάς της. Οι Αθαμάνες ήταν αρχαίο ηπειρωτικό φύλο και το όνομά τους αναφέρεται , πρώτη φορά, στον ιερό πόλεμο των Φωκέων (355-346 π.χ.), όπου πήραν μέρος. Οι σημαντικότερες πόλεις τους ήταν η Αργιθέα, η Θεοδωρία, η Τετραφυλλία, η Ηράκλεια κ.α., που δεν έχουν εντοπιστεί και ταυτιστεί με βεβαιότητα.
Σημαντικότερος βασιλιάς υπήρξε ο Αμύνανδρος(220-184 π.χ.), που οργάνωσε το κράτος και έκοψε νόμισμα. Κατάλοιπα της ανάπτυξης και της οργάνωσης του κράτους αποτελούν τα ερείπια της Τσιούκας, νότια του Βουργαρελίου, καθώς και κάποια αρχαιολογικά ευρήματα. Οι ενδείξεις καθώς και η καίρια θέση - στο σταυροδρόμι των δρόμων από τη Θεσσαλία προς το μαντείο της Δωδώνης και την Αμβρακία - μαρτυρούν ότι στο λόφο της Τσιούκας πρέπει να υπήρχε η ακρόπολη κάποιας σημαντικής πόλης, που απλωνόταν στην πεδιάδα, κάτω από το λόφο.
Μετά το θάνατο του Αμύνανδρου, η βασιλεία καταργήθηκε και η περιοχή διοικήθηκε από το κοινό των Αθαμάνων. Μακεδονικά νομίσματα πιστοποιούν την υποταγή στη Μακεδονία.
Το 167 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος καταστρέφει ,με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, 70 ηπειρωτικές πόλεις, σέρνοντας στην αιχμαλωσία 150.000 Ηπειρώτες. Θύματα της βιαιότητας των Ρωμαίων πιθανόν να υπήρξαν και οι πόλεις της Αθαμανίας.
Από τον 3ο αι. π.Χ., Κέλτες νομάδες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, αφήνοντας κατάλοιπο πολλά τοπωνύμια, μη ελληνικά.
Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, οι κάτοικοι εκπατρίστηκαν με τη βία, για να εγκατασταθούν στη Νικόπολη, με αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Αθαμανία στα Βυζαντινά χρόνια αποτελεί μέρος του «θέματος» Νικοπόλεως. Μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τους Φράγκους (1204 μ.Χ.), δημιουργείται το Δεσποτάτο της Ηπείρου, από το Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό, με πρωτεύουσα την Άρτα. Η ακμή του Δεσποτάτου συμπίπτει με τη βασιλεία του διαδόχου του Θεοδώρου, αλλά τα λαμπρά μνημεία χτίζονται επί Μιχαήλ Β΄.
Ένα απ’ τα δείγματα της σημαντικής αυτής περιόδου, είναι και η «Κόκκινη Εκκλησιά», στο Παλιοχώρι Βουργαρελίου, αρχαιότερη της Παρηγορήτισσας της Άρτας.
Με το τέλος της δυναστείας των Κομνηνοδουκάδων, το Δεσποτάτο περνά σε ξένους δυνάστες, παρακμάζει και τελικά υποτάσσεται στους Τούρκους, το 1449.
Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Η Αθαμανία στην Τουρκοκρατία διατήρησε μια μορφή ημιανεξαρτησίας και αυτοδιοίκησης. Ήταν τμήμα του Αρματολικιού των Τζουμέρκων και Ραδοβιζίου και ακολούθησε τη μοίρα της υπόλοιπης Ελλάδας.
Στα 1820, όταν οι Τούρκοι πολεμούσαν με τον Αλή Πασά, οι Κλέφτες της περιοχής και ο Μάρκος Μπότσαρης συνάχτηκαν στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου, στο Βουργαρέλι, για να προετοιμάσουν την εξέγερση, στην περιοχή της Άρτας. Μια δεύτερη σύσκεψη πρέπει να πραγματοποιήθηκε, στο ίδιο σημείο, πριν απ’ τις 30 Μαΐου 1821, με τις ευλογίες του ηγουμένου Χριστόφορου. Σ’ αυτήν συμμετείχαν ο Γ. Μπακόλας, ο Καραϊσκάκης, ο Μ. Κουτελίδας και 200 Καπεταναίοι ,με σκοπό την απελευθέρωση της Άρτας. Επίσημα, η επανάσταση στην Άρτα ξεκίνησε στις 30 Μαΐου 1821, όταν ο Καραϊσκάκης και ο Γ. Κουτελίδας χτύπησαν τους Τούρκους στο Κομπότι.
Η μονή του Αγ. Γεωργίου θεωρήθηκε η Αγ. Λαύρα της περιοχής, με την έννοια ότι συνετέλεσε στην έναρξη της επανάστασης στην Ήπειρο. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός υπήρξε η μάχη του Βουργαρελίου, στις 23 Σεπτέμβρη 1823, όπου νικήθηκε ο Ομέρ Βρυώνης κι έτσι διασώθηκε η επανάσταση στη Δυτ. Ρούμελη.
ΤΟ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ
Το Σούλι ήταν μία απ’ τις περιοχές που οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να υποτάξουν. Το 1792 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον των Σουλιωτών, χωρίς να καταφέρει να το υποτάξει. Η γενναιότητα των κατοίκων και το απροσπέλαστο του ορεινού Σουλίου, ματαίωνε κάθε προσπάθεια για υποταγή της περιοχής.
Ο Αλής αντιλαμβάνεται ότι μόνο αν διχάσει τους Σουλιώτες θα υποτάξει την περιοχή.
Απ’ τις 47 φάρες του Σουλίου ,οι δύο σημαντικές ήταν των Τζαβελαίων και των Μποτσαραίων. Ανάμεσά τους υπήρχε παραδοσιακή έχθρα που έγινε μεγαλύτερη, όταν ,μετά το θάνατο του Λ. Τζαβέλα, δεν εκλέχτηκε αρχηγός ο Γιώργος Μπότσαρης, αλλά ο Φώτος Τζαβέλας. Οι Μποτσαραίοι εγκατέλειψαν το Σούλι κι εγκαταστάθηκαν στο Παλιοχώρι της Λάκας Σουλίου, συγκρουόμενοι συχνά με τους άλλους Σουλιώτες.
Ο Αλής εκμεταλλεύτηκε αυτήν την έχθρα, παραχωρώντας στο Γ. Μπότσαρη το αρματολίκι των Τζουμέρκων, το Βουργαρέλι ως οικογενειακό κτήμα και 50.000 γρόσια, για να «προσκυνήσει». Στις αρχές του 1800, ο Γ. Μπότσαρης και 170 οικογένειες Σουλιωτών, εγκαταστάθηκαν στο Βουργαρέλι. Η «προδοσία»του Γ. Μπότσαρη είναι ακατανόητη, για το ήθος ενός Σουλιώτη-αρχηγού και δύσκολο να ερμηνευτεί. Λίγο καιρό, αργότερα, ο Γ. Μπότσαρης πέθανε ή μάλλον αυτοκτόνησε.
Η εγκατάστασή τους στο Βουργαρέλι πιστοποιείται απ’ το Μποτσαραίικο σπίτι , την τοποθεσία Σελιό αλλά και την προφορική παράδοση , που διέσωσε τα της σουλιώτικης εγκατάστασης στο χωριό.
Μετά την υποταγή του Σουλίου, το 1803, οι Σουλιώτες που επέζησαν από την καταδίωξη και 1148 από το Βουργαρέλι κατέφυγαν στη μονή Σέλτσου, όπου, στις 8 Γενάρη 1804 πολέμησαν γενναία κατά των Τούρκων. Σώθηκαν μόνο 60 άνδρες , μεταξύ τους ο Μάρκος και ο Κίτσος Μπότσαρης, και μία γυναίκα. Οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν και κάποιοι πνίγηκαν στον Αχελώο, όπως η Λένω Μπότσαρη, αδερφή του Μάρκου.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ-Η ΕΞΑΓΟΡΑ
Παρά τις συνεχείς εξεγέρσεις των κατοίκων της περιοχής (1854, 1867, 1878 ) η περιοχή της Άρτας απελευθερώθηκε το 1881 και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Η απελευθέρωση αυτή αφορούσε, στην πραγματικότητα, 14 μόνο χωριά, γιατί τα υπόλοιπα δεν ανήκαν στους κατοίκους ,αλλά σε κάποιον τσιφλικά, και οι κάτοικοι δεν ήταν ελεύθεροι αλλά δουλοπάροικοι.
Οι Τούρκοι τσιφλικάδες πριν φύγουν πούλησαν τα τσιφλίκια τους σε Έλληνες, με μικρό αντίτιμο και έγιναν οι ίδιοι σκληρότεροι δυνάστες απ’ τους Τούρκους.
Το Βουργαρέλι ήταν τσιφλίκι του Αβραάμ Πασά Καρακεχαγιά. Για να περιέλθει στους κατοίκους του, χρειάστηκε να γίνει η εξαγορά του, η οποία επιτεύχθηκε μετά από σκληρό αγώνα. Σ’ αυτόν πρωτοστάτησε ο αγωνιστής Δήμαρχος Θεοδωρίας Γεώργιος Οικονομίδης.
Στο πρώτο συμβόλαιο του 1884, οι κάτοικοι εξαγόρασαν το Βουργαρέλι, από τον Αβραάμ Πασά, αντί του ποσού των 4.416,66 χρυσών οθωμανικών λιρών. Επειδή όμως υπολειπόταν το ποσό των 80,16 λιρών, που κάποιοι κάτοικοι δεν μπόρεσαν να πληρώσουν και το χωριό κινδύνευε να περιέλθει εκ νέου στον Πασά, σε δεύτερο συμβόλαιο του 1889, μπήκε εγγυητής ο μεγαλοτσιφλικάς και πολιτευτής Άρτας Κ. Καραπάνος, αναλαμβάνοντας την αποπληρωμή του ποσού των 80,16 λιρών (2.244 δραχμές) και έτσι έγινε ο νέος δυνάστης της περιοχής, για τα επόμενα 40 χρόνια.
Το 1924 οι κάτοικοι μπόρεσαν να ξεπληρώσουν το χρέος και ιδρύθηκε τότε ο Συνεταιρισμός Συνιδιοκτησίας Βουργαρελίου - Παλαιοκατούνου. Η δράση του Συνεταιρισμού ήταν σημαντική και με δαπάνες του έγιναν πολλά κοινωφελή έργα.
ΚΑΤΟΧΗ-ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής η περιοχή υπέφερε πολλά, εξαιτίας της σκληρότητας των κατακτητών. Επιπλέον επιλέχτηκε, λόγω της στρατηγικής θέσης της ,ως χώρος δράσης των αντάρτικων ομάδων, τόσο του ΕΔΕΣ όσο και του ΕΑΜ.
Τον Απρίλιο του 1943, ο Ναπ. Ζέρβας εγκατέστησε το αρχηγείο του, στο σπίτι του γιατρού Αναγνώστου. Το Βουργαρέλι έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης ορεινής Ελλάδας.
Οι Γερμανοί προέβησαν σε αντίποινα και στις 5 Μαΐου 1943, βομβάρδισαν το χωριό. Τα γερμανικά αεροπλάνα έριξαν πάνω από 400 βόμβες. Τα θύματα ήταν 13 νεκροί και οι τραυματίες 30, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού. Πολλά σπίτια καταστράφηκαν και πολλοί έμειναν άστεγοι. Το κακό ολοκληρώθηκε, στις 3 Οκτωβρίου του 1943, όταν οι Γερμανοί, το έκαψαν μαζί και με τα γύρω χωριά. Τότε κάηκε και ο Ι. Ναός του Αγ. Νικολάου, ο οποίος ξαναχτίστηκε, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα και Ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου.
Στο γερμανικό βομβαρδισμό, δύο βόμβες δεν εξερράγησαν. Σήμερα βρίσκονται στο μνημείο πεσόντων της πλατείας, για να διατηρείται η ιστορική μνήμη.
Ένα άλλο γεγονός που σχετίζεται με τα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, είναι η πρώτη θεατρική παράσταση του Θεάτρου του Βουνού, του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ, που παίχτηκε στην πλατεία του Βουργαρελίου.
Σ’ αυτήν την παράσταση πήραν μέρος και κάτοικοι του χωριού, όπως ο αείμνηστος Πύρρος Παπαδημητρίου.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν (Εμφύλιος, μετεμφυλιακά χρόνια),πολλοί κάτοικοι του χωριού, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, άλλοι στις πόλεις, για σπουδές ή αναζήτηση καλύτερης τύχης κι άλλοι σε χώρες του εξωτερικού.
Σήμερα το Βουργαρέλι, διανύει μία απ’ τις δύσκολες περιόδους της μακρόχρονης ιστορίας του, με τη δραματική μείωση του πληθυσμού του, λόγω της έλλειψης δυνατοτήτων και κινήτρων, που θα επέτρεπαν την παραμονή των νέων στην περιοχή ή θα ωθούσαν στην επιστροφή κάποιων από τα αστικά κέντρα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ο ναός βρίσκεται στο Παλιοχώρι Βουργαρελίου και είναι αφιερωμένος στα
Γενέθλια της Θεοτόκου. Ονομάζεται Κόκκινη Εκκλησιά, λόγω του κόκκινου χρώματος των πλίνθων και Παναγιά Βελλάς , γιατί υπήρξε μετόχι της μονής Βελλά των Ιωαννίνων.
Αρχιτεκτονική
Ο ναός είναι ορθογώνιος και χωρίζεται σε νάρθηκα και κυρίως ναό, που χωρίζεται σε 3 κλίτη. Πιθανόν ο ναός έφερε τρούλο διαμέτρου 3 μέτρων, που κατέπεσε. Έτσι ανήκει στο ρυθμό του σταυροειδούς με τρούλο. Και στο νάρθηκα υπήρχε τυφλός ημισφαιρικός θόλος που κι αυτός κατέπεσε.
Η τοιχοδομία απαρτίζεται από εγχώριους λίθους που διακοσμούνται με πλίνθους τοποθετημένους με κονίαμα.
Ο ναός περιβάλλεται από μία ζατρικιοειδή ζωφόρο και άλλη σε σχήμα μαιάνδρου. Είχε 5 θύρες, εκ των οποίων οι 3 έχουν χτιστεί. Ιδιαίτερης ομορφιάς είναι τα ψευδοτρίλοβα παράθυρα.
Τοιχογραφίες
Από την περικαλλή αγιογράφηση του ναού σήμερα σώζονται μόνο μερικά τμήματα, με καλύτερα σωζόμενη την τοιχογραφία της Παναγίας στο νάρθηκα. Εκτός των μορφών Αγίων, διασώζονται οι μορφές δύο ζευγών λαϊκών, που δέονται στη Θεοτόκο . Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι οι μορφές αποδίδονται με φυσικό τρόπο κι όχι με τη βυζαντινή αυστηρότητα. Πρόκειται, σύμφωνα με τις επιγραφές, για τους Θεόδωρο Τζιμισκή που προσφέρει τρουλωτό ναό μαζί με τη σύζυγό του Μαρία και τον Ιωάννη Τζιμισκή και τη σύζυγο του Άννα.
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή , η αγιογράφηση έγινε το 1281, άρα ο ναός χτίστηκε μερικά χρόνια νωρίτερα. Κτήτορες του ναού αναφέρονται ο Δεσπότης της Άρτας Νικηφόρος (1269-1290) και η σύζυγός του Άννα, ενώ ο πρωτοστράτορας Θεόδ. Τζιμισκής και η γυναίκα του Μαρία εκαλλώπισαν το ναό με «κάλλος εικόνων».
Το 2003 η Βυζαντινή εφορεία αρχαιοτήτων, σε εργασίες συντήρησης και αντικατάστασης του δαπέδου, ανακάλυψε πλήθος τάφων, κάτω από το δάπεδο του ναού.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ο ναός του Αγ. Γεωργίου ιδρύθηκε το 1690 και ήταν το καθολικό μονής, που άκμασε το 19ο αι. Είναι μονόκλιτη βασιλική, με οκταγωνικό τρούλο και καμαροσκέπαστο νάρθηκα. Είναι σκεπασμένος με σχιστόπλακες, ενώ τα ογκώδη επικλινή αντερείσματα στηρίζουν τις μακριές πλευρές του.
Η αγιογράφηση του ναού έγινε το 1714, από Καλαρρυτινούς ζωγράφους, με διάταξη σε ζώνες. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 18ου αι. και έχει ανάγλυφες παραστάσεις φυτών και πτηνών.
Από τα κειμήλια της μονής το σημαντικότερο είναι μια ασημένια λειψανοθήκη του 1895.
Η κρεββάτα και τα κελιά του μοναστηριού είναι μεταγενέστερες κατασκευές. Το κιουτσέκι (αποθήκη) σήμερα έχει διαμορφωθεί σε αρχονταρίκι.
Η μονή του Αγ. Γεωργίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο , καθώς εκεί προετοιμάστηκε η εξέγερση της περιοχής το 1821, αλλά και κάλυψε τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων , όταν οι Γερμανοί έκαψαν τον Αγ. Νικόλαο. Σήμερα, εξακολουθεί να παραμένει ένα ευλαβικό προσκύνημα και καταφυγή των Βουργαρελιωτών, όπου κι αν βρίσκονται.
Βάσω Ράπτη
Φιλόλογος