Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ
από τη ΒΑΣΩ ΡΑΠΤΗ ΠΛΕΥΡΗ
Η απελευθέρωση της Ελλάδας απ τη μακρόχρονη δουλεία των 400 χρόνων στους Τούρκους οφείλει πολλά στην Ήπειρο, όπως και σ όλους τους αγωνιστές της επανάστασης του 1821. Η συμβολή των Ηπειρωτών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 21 υπήρξε κεφαλαιώδης.
Η Φιλική Εταιρία, (1814) η οποία δημιούργησε το ιδεολογικό υπόβαθρο αλλά και οργάνωσε την εξέγερση, οφείλει τη δημιουργία της σε Ηπειρώτες, αφού 2 από τα 3 ιδρυτικά μέλη της ( Σκουφάς, Άρτα – Τσακάλωφ, Ιωάννινα) ήταν απ την Ήπειρο. Επί πλέον πάρα πολλοί Ηπειρώτες εντάχθηκαν σ αυτήν και βοήθησαν οικονομικά, ηθικά αλλά και με την πολεμική τους δράση την εθνική υπόθεση.
Το 1818, η έδρα της Φιλικής Εταιρείας μεταφέρεται απ την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη. Ένας από τους «αποστόλους» της ο Αρτινός Ασημάκης Κροκίδας, μεγαλέμπορος στην Πόλη, αναλαμβάνει τη μύηση του στενού κύκλου συνεργατών του Αλή Πασά. Η κίνηση αυτή υπαγορεύτηκε απ την ιδιοτυπία του κράτους του Αλή Πασά κι απ τις φιλοδοξίες του ν αποσχιστεί απ την Οθωμανική αυτοκρατορία, γεγονός που θα ήταν πολύ ευνοϊκή συγκυρία για τον ελληνικό αγώνα.
Παράλληλα το ενδιαφέρον της Φιλικής στράφηκε προς τους Ηπειρώτες κλεφταρματολούς αλλά και τους Σουλιώτες, που κυνηγημένοι απ τους Τούρκους είχαν καταφύγει στα Επτάνησα.
Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, καθώς και η επέκτασή της στην Ελλάδα το Μάρτιο, βρίσκει την Ήπειρο να έχει ήδη γίνει πεδίο μαχών, αφού από τον Ιούλιο του 1820 τα σουλτανικά στρατεύματα πολιορκούν τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα, μετά την αποστασία του και την αποκήρυξή του απ το Σουλτάνο «ως ένοχο καθοσιώσεως».
Μέσα σ αυτό το κλίμα, ο Αλή Πασάς προσπαθεί να προσεταιριστεί τους παλιούς του εχθρούς, τους Σουλιώτες, παραχωρώντας τους τη δυνατότητα να επανέλθουν στο Σούλι, απελευθερώνοντας τα 60 χωριά τους και ενισχύοντάς τους με 200.000 γρόσια, για τη συντήρηση των οικογενειών τους που βρίσκονταν στα Επτάνησα. Η επιστροφή των Σουλιωτών στο Σούλι, στις 12 Δεκεμβρίου 1820 αποτελεί σπουδαίο γεγονός, καθώς το Σούλι είναι η πρώτη περιοχή της Ελλάδας που απελευθερώνεται και προϊωνίζεται έτσι και η απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών, με την επερχόμενη επανάσταση.
Η Ήπειρος, τόπος άγριος, γεμάτος βουνά, απρόσιτος, ανυπόταχτος, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δε γνώρισε την καταπίεση και την ανελευθερία που γνώρισαν οι πεδινές περιοχές. Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών ζούσαν κάτω από καθεστώς ημιανεξαρτησίας και αυτοδιοίκησης, πληρώνοντας κάποιους φόρους στην Τουρκική εξουσία.
Ειδικά τα Τζουμέρκα υπάγονταν στη δικαιοδοσία και προστασία της Βαλιντέ-Σουλτάνας (Βασιλομήτορος), έχοντας κάποια προνόμια που δεν είχαν οι υπόδουλοι άλλων περιοχών.
Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν «μικρογεωργοκτηνοτρόφοι, και οι υπό διαφόρων αιτίων (εποχικών, ανομβρίας, επιδρομών, εχθρικών διωγμών κ.α.) εις μετακίνησιν αναγκαζόμενοι, άπαντες σχεδόν ευθύς εξ αρχής ως κτηνοτρόφοι διεβίωσαν» (Νικ. Χ. Παπακώστας, Ηπειρωτικά, Αθήναι 1967). Όμως η εκμίσθωση Ενετικής Φρουράς ασφαλείας υπαίθρου (1696) και η ανασύσταση των Αρματολικίων το 1740 έδωσε την ευκαιρία για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, με τη δημιουργία μεγάλων κοπαδιών και την οικονομική ευμάρεια της περιοχής. Στα τσελιγκάτα των Τζουμέρκων γεννιούνται οι γενναίοι αρματολοί της περιοχής αλλά κι εκεί καταφεύγουν οι διωγμένοι απ τους Τούρκους και γίνονται κλέφτες.
Οι προσπάθειες για απελευθέρωση της πατρίδας δε βρίσκουν ασυγκίνητους τους κατοίκους των Τζουμέρκων. Ειδικά μετά το διορισμό του Αλή απ το Σουλτάνο (1784) ως επόπτη δερβεναγάδων Ήπειρο - Θεσσαλίας, Σατράπη Τρικάλων και Πασά των Ιωαννίνων, η περιοχή των Τζουμέρκων έχασε τα προνόμιά της με την επιβολή της γενικής τουρκικής φορολογίας αλλά και ιδίων φόρων.
Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στα Τζουμέρκα σηματοδοτεί την έναρξη της επανάστασης στην Ήπειρο. Ενώ η Επανάσταση στην Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά ξεκίνησε το Μάρτιο του 1821, στη Δυτική Στερεά και την Ήπειρο θα καθυστερήσει για ειδικούς λόγους.
Για το ξεκίνημα της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μία σύσκεψη στη Λευκάδα ( 30 Ιανουαρίου 1821 ), στην οποία συμμετείχαν ο Οδ. Ανδρούτσος, ο Γ. Βαρνακιώτης, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Δ. Μακρής, ο Ν. Στορνάρης, ο Δ. Κοντογιάννης, Δ. Κίτσος, ο Κατσικογιάννης, ο Πανουργιάς, οι οποίοι με μεγάλο ενθουσιασμό δέχτηκαν την είδηση πως πλησιάζει η μέρα του ξεσηκωμού και έφυγαν για τις περιοχές τους, για να προετοιμάσουν την εξέγερση.
Ο Γ. Καραϊσκάκης έχει επιφορτιστεί να ξεσηκώσει τους κατοίκους της Βόνιτσας. Επειδή όμως του βρίσκει απρόθυμους προχωράει στην Ήπειρο και συναντάει στη Σκουληκαριά το Γώγο Μπακόλα που κατείχε το αρματολίκι του Ραδοβιζίου. Στη συνέχεια συναντήθηκαν με το Γιαννάκη και το Μήτρο Κουτελίδα, οπλαρχηγούς από τη Χώσεψη, που κατείχαν το αρματολίκι των Τζουμέρκων και αποφάσισαν να συγκροτήσουν επαναστατικά σώματα Τζουμερκιωτών.
Τον Απρίλιο του 1821 ο Γιαννάκης Κουτελίδας συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς του Ασπροποτάμου οι οποίοι αποφάσισαν να εξεγερθούν κι αυτοί.
Ενώ ήδη έχει ξεκινήσει η Επανάσταση στην Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά, στη Δυτική Στερεά οι επαναστατικές ενέργειες άρχισαν το Μάϊο, με την εξέγερση του Μεσολογγίου, του Ξηρομέρου και των Αγράφων. Οι λόγοι της καθυστέρησης οφείλονται στην παραμονή στα Ιωάννινα πολυάριθμων στρατευμάτων για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή Πασά αλλά και στην αναποφασιστικότητα των αρματολών της περιοχής, κυρίως του Γεωργ. Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο αλλά και του Ανδρέα Ίσκου στο Βάλτο. Όμως οι πληροφορίες για τις πρώτες επιτυχίες στις εξεγερμένες περιοχές, ενισχύει το φρόνημα και κινητοποιεί τους υπόδουλους.
Ο επαναστατικός αναβρασμός φτάνει και στα Τζουμέρκα, περιοχή με πλούσια επαναστατική παράδοση. Οι οπλαρχηγοί τους μυημένοι στο όραμα της επανάστασης απ τους Φιλικούς «συνέρρεον στα Τζουμέρκα, κατά τόπους συγκεντρούμενοι και εις γνωριμίαν ερχόμενοι, συνεσκέπτοντο, ελάμβανον αφετηρίας προς δράσιν αναλόγως των συνθηκών και των αναγκών εκάστης περιοχής» (Νικ. Χ. Παπακώστας, Ηπειρωτικά, Αθήνα 1967). Έπρεπε λοιπόν , για να ξεκινήσει η εξέγερση και να έχει θετική έκβαση, να συσκεφθούν, να αποφασίσουν, να σχεδιάσουν τις ενέργειες εκείνες που θα απέβαιναν προς όφελος της εθνικής υπόθεσης. Γι αυτό, σύμφωνα με το Νικ. Χ. Παπακώστα, τις πρώτες μέρες της πολιορκίας του Αλή Πασά απ τα σουλτανικά στρατεύματα οι Τζουμερκιώτες, οι Ραδοβυζινοί οπλαρχηγοί και ο Μάρκος Μπότσαρης συνήλθαν στο Μοναστήρι του ΑΓ. Γεωργίου στο Βουργαρέλι, και αποφάσισαν να κηρύξουν την επανάσταση εν ευθέτω χρόνω καθώς και κατάρτισαν σχέδιο. Με βάση τα ιστορικά δεδομένα η πολιορκία του Αλή Πασά απ το Στουλτάνο ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1820, αφού απ τον Ιούλιο μέχρι τον Αύγουστο τα στρατεύματα που συγκεντρώνονται στα Ιωάννινα. Επομένως η σύσκεψη στον Άγιο Γεώργιο Βουργαρελίου, όπου παίρνεται η απόφαση και σχεδιάζεται η επανάσταση στην περιοχή, συντελείται κατά η μετά το Σεπτέμβριο του 1820.
Η εξέγερση στην περιοχή δρομολογείται μετά τη σύσκεψη της Λευκάδας (30 Ιανουαρίου 1821), όπου συμμετείχε ο Γ. Καραϊσκάκης, ο οποίος στη συνέχεια συνεργάζεται με τους Μπακόλα και Κουτελιδαίους για την προετοιμασία στρατιωτικών σωμάτων από Τζουμερκιώτες, ενώ τον Απρίλιο ο Γιαννάκης Κουτελίδας έρχεται σ επαφή με τους οπλαρχηγούς του Ασπροποτάμου. Παράλληλα, ο ικανότατος πρώην μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ Χουρσίτ αναλαμβάνει την αρχηγία του πολέμου εναντίον του Αλή Πασά, φτάνει στα Ιωάννινα στις 3 η 15 Μαρτίου 1821. Αφού αποκατέστησε την ενότητα στο στράτευμα, έστειλε τον Ισμαήλ Πασά, με στρατεύματα, να καταπνίξει την επανάσταση στη Δυτική Στερεά, για να καλύψει τα νώτα του.
Τα γεγονότα αυτά, καθώς και ο κίνδυνος καταστολής της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα πρέπει να κινητοποίησαν τους οπλαρχηγούς των Τζουμέρκων και της γύρω περιοχής για ανάληψη δράσης. Έτσι η πρώτη επαναστατική πράξη πραγματοποιείται στις 30 Μαϊου 1821, όταν ο Γιαννάκης Κουτελίδας και Γ. Καραϊσκάκης με 30 Τζουμερκιώτες χτύπησαν τους Τούρκους στο Κομπότι. Η πράξη αυτή συνιστά και την ανεπίσημη έναρξη της επανάστασης στην Ήπειρο. Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτή η ενέργεια σίγουρα προηγήθηκε κάποια σύσκεψη των οπλαρχηγών της περιοχής, στην οποία αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε η έναρξη της επαναστατικής δράσης στα Τζουμέρκα.
Τοπική παράδοση του Βουργαρελίου αναφέρει, πως όταν ήταν ηγούμενος στη μονή Αγίου Γεωργίου ο Χριστόφορος, έγινε σύσκεψη στην οποία πήραν μέρος 200 κλέφτες και πρόκριτοι, μεταξύ των οποίων ο Γώγο Μπακόλας, ο Καραϊσκάκης, ο Μήτρο Κουτελίδας, ο Ράγκος, ο Κουτσονίκας, ο Ίσκος κ.α., στην οποία αποφασίστηκε να κηρύξουν την επανάσταση στην περιοχή των Τζουμέρκων. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαιώνουν την παραπάνω τοπική παράδοση. Η σύσκεψη πρέπει να πραγματοποιήθηκε πριν απ τις 30 Μαϊου 1821, ενώ ο Δημ. Φ. Καρατζένης αναφέρει πως πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαϊου.(« Η Άρτα εις την επανάστασιν του 1821»). Για το ίδιο γεγονός ο Κώστας Γ. Μαντάς, σε δημοσίευμά του στην «Ηπειρωτική Εστία» (Οκτώβριος 1952) με τίτλο « το Βουργαρέλι της Άρτης και η μονή Άγιος Γεώργιος» μεταθέτει την ημερομηνία στις 20 Ιουλίου 1821 και χαρακτηρίζει τη Μονή του Αγίου Γεωργίου ως Αγία Λαύρα της περιοχής, καθώς, όπως γράφει, οι οπλαρχηγοί «εκήρυξαν την επανάστασιν, υψώσαντες τη σημαία, με τις ευλογίες του ηγουμένου Χριστοφόρου». Οι παραπάνω πληροφορίες δεν επιβεβαιώνονται από κάποιες τεκμηριωμένες πηγές, αλλά από προφορικές διηγήσεις εντοπίων .
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η σύσκεψη στον Άγιο Γεώργιο έγινε πριν απ τις 30 Μαϊου 1821 και ότι η επανάσταση στα Τζουμέρκα δεν κηρύχτηκε επίσημα, γιατί όπως αναφέρει ο Μακρυγιάννης «εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο», δηλαδή η εξέγερση στην περιοχή παρουσιάστηκε ως κίνηση που θα βοηθούσε τον Αλή Πασά κατά του Σουλτάνου, για να μπορούν οι Έλληνες να έχουν τη βοήθεια και την υποστήριξη των Τουρκαρβανιτών του Αλή, γιατί «δεν είχαμε ούτε όπλα οι περισσότεροι, ούτε τ αναγκαία του πολέμου όλοι» (Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα).
Μετά απ τα παραπάνω, ερμηνεύονται τα γεγονότα που ακολούθησαν, καθώς οι οπλαρχηγοί της περιοχής κατέλαβαν τις διαβάσεις του Μακρυνόρους και απ τις 8 Ιουνίου ως τις 3 Ιουλίου 1821, συγκρούστηκαν με τους Τούρκους, για να μην τους επιτρέψουν να διαβούν προς τη Δυτική Ελλάδα και καταστείλουν την Επανάσταση. Ο Γώγο Μπακόλας και ο Γιάννης Ράγκος πέτυχαν σημαντικές νίκες στην Αγία Παρασκευή και στο Αυτί, ενώ στις 3 Ιουλίου νίκησαν τους Τούρκους στο Κομπότι και τους υποχρέωσαν να καταφύγουν στην πόλη της Άρτας. Παράλληλα οι Σουλιώτες πολεμούσαν με τα Σουλτανικά στρατεύματα στην περιοχή τους, δημιουργώντας αντιπερισπασμό. Έτσι πέτυχαν με συντονισμένη δράση τη διατήρηση της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα.
Η αναμνηστική πλάκα αναφέρει πως η σύσκεψη στο Μοναστήρι έγινε τον Ιούλιο του 1821. Απ τα παραπάνω συνάγεται πως έγιναν 2 συσκέψεις στο Μοναστήρι. Η πρώτη μετά το Σεπτέμβριο του 1820, για την προετοιμασία της εξέγερσης και η δεύτερη πιθανότατα το Μάϊο του 1821, για την έναρξή της.
4. Οι μάχες στο Βουργαρέλι.
Στην εφημερίδα «το Βουργαρέλι», φύλλο 4, Ιανουάριος 1978, ο Αλέκος Αλεξίου με επιστολή του διασώζει την ύπαρξη μιας αναμνηστικής πλάκας την οποία υπογράφει κάποιος «Μανωλίδης υπομ/χος» και στην οποία αναφέρεται πως στη Μονή του Αγίου Γεωργίου συνήφθη μάχη μεταξύ του Καραϊσκάκη και των Τούρκων. Η πλάκα αναφέρει τα εξής: «Ένθους χαιρετίζω σε Μονή Βουργαρελίου προ της οποίας προ εβδομήκοντα περίπου ετών, συνετρίβη απειροπληθής Τούρκων στρατιά, υπό μικρού Ελληνικού αποσπάσματος οδηγουμένου υπό του ένδοξου στρατηγού Καραϊισκάκη» Οι έτι χαίνοντες πλησίον σου τάφοι πρόκεινται αψευδές τεκμήριον της δόξης των Ελληνικών όπλων, ήτις επτερούγιζεν πέριξ σου τότε».
Καμία άλλη ιστορική μαρτυρία δεν υπάρχει γι αυτό το γεγονός, παρά μόνο η ύπαρξη της περιοχής «Τουρκομνήματα», κοντά στο Μοναστήρι. Όσο για την ύπαρξη της πλάκας αυτής, ο δάσκαλος Γιώργος Παπαδημητρίου αναφέρει πως υπήρχε στην κρεββάτα της Μονής αλλά, μετά την κατοχή, χάθηκε. Αν θεωρήσουμε ότι η πλάκα αυτή διασώζει την ανάμνηση κάποιας μάχης, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να το επιβεβαιώσουν, παρά μόνο το τοπωνύμιο «Τουρκομνήματα» που δηλώνει την ταφή Τούρκων που σκοτώθηκαν πιθανόν σ αυτή τη μάχη.
Με κάθε επιφύλαξη, καταγράφουμε την υπόθεση του Γιάννη Κατσάνου, ότι αν όντως συνέβη αυτή η μάχη, πρέπει να έγινε μετά τις 29 Ιουνίου 1822, όταν ο Μάρκος Μπότσαρης και οι Κουτελιδαίοι συγκρούστηκαν στην Πλάκα με τους Τούρκους. Αφού δεν μπόρεσαν να περάσουν στην απέναντι όχθη του Αράχθου υποχώρησαν και κατευθύνθηκαν στο Πέτα, όπου πήραν μέρος στην ομώνυμη μάχη, στις 4 Ιουλίου 1822. Πιθανότατα λοιπόν, κάποιο τουρκικό απόσπασμα να κατευθύνθηκε απ την Πλάκα στο Βουργαρέλι, όπου τους αντιμετώπισε νικηφόρα ο Καραϊσκάκης.
Η δεύτερη μάχη που έγινε στο Βουργαρέλι, ήταν στις 23 Σεπτεμβρίου 1824, σε οχυρή θέση που κατείχαν οι Τούρκοι. Σ αυτή τη μάχη συγκρούστηκαν 1000 περίπου Έλληνες με τους Κουτελίδα, Σπαή, Ράγκο, Κουτσονίκα (χωρίς τον Καραϊσκάκη, που ήταν άρρωστος στον Προυσσό), με μπουλούκια του Ομέρ Βρυώνη που είχαν ξεκινήσει από το Βάλτο. Η πρώτη σύγκρουση έγινε στη Σκουληκαριά, ενώ η άλλη στις 23 Σεπτεμβρίου, στο Βουργαρέλι.
Η πιο σημαντική μάχη όμως δόθηκε στην περιοχή Σταυρός, μεταξύ Βουργαρελίου και Θεοδωριάνων, στις 4-5 Αυγούστου 1822 και ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες.
Ο Τοπάλ Πασάς θέλοντας να προελάσει προς τη Στερεά Ελλάδα, λόγω των κλειστών διαβάσεων, επέλεξε τη διαδρομή μέσω της Πλάκας – Βουργαρελίου, να διασχίσει τα Τζουμέρκα. Όμως ο Γώγο Μπακόλας αντελήφθη τα σχέδιά του και διασχίζοντας πρώτος τα Τζουμέρκα, κατέλαβε την οχυρή θέση του Σταυρού. Στη μάχη πήραν μέρος και οι Κουτελιδαίοι, Ράγκος, Καραϊσκάκης, Τσαρακλής, γερο Μπαλωμένος κ.α. Μάλιστα ο Μακρυγιάννης που συμμετείχε στη μάχη εξαίρει την ανδρεία του Γώγου Μπακόλα: « Και ο χειρότερος Έλλην έκαμε ανδρείαν το χρέος του, όμως προτιμάται και δοξάζεται ο Γώγος ο αθάνατος, δε στοχάζεται θάνατο ο αγνός πατριώτης….Ήταν πολλά άξιος και τυχερός ο Γώγος».
Βιβλιογραφία.